συντρέχοντες

συντρέχοντες
συντρέχω
run together so as to meet
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σώφιλος — Ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε τον 4o π.Χ. αι. Ανήκε στον κύκλο των ποιητών της Μέσης Αττικής Κωμωδίας. Έγραψε: Ανδροκλής, Κιθαρωδός, Λήδα, Φύλαρχος, Δηλία, Εγχειρίδιον, Παρακαταθήκη και Συντρέχοντες. Σώθηκαν μόνο αποσπάσματα τους, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”